- ταχυσφυγμία
- ηταχυκαρδία (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ταχυσφυγμία — η, Ν ιατρ. υπερβολική αύξηση τής συχνότητας τού σφυγμού, που αποτελεί εκδήλωση ταχυκαρδίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + σφυγμία (< σφυγμός)] … Dictionary of Greek
αφυδάτωση — Διαδικασία με την οποία απομακρύνεται το νερό (ύδωρ), το οποίο σε πολυάριθμες ουσίες είναι στενά συνδεδεμένο με τη μοριακή τους δομή (ύδωρ κρυστάλλωσης): Στην περίπτωση της αφαίρεσης του νερού που απλώς έχει απορροφηθεί γίνεται λόγος για ξήρανση … Dictionary of Greek
συχνοσφυγμία — η, Ν ιατρ. (ορθτ. όρος αντί ταχυσφυγμία) η αύξηση τής συχνότητας τού σφυγμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < συχνός + σφυγμός] … Dictionary of Greek
ταχύ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ταχύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού γρήγορου (πρβλ. ταχυ κίνητος, ταχύ πους), τού πρόωρου, τού εσπευσμένου (πρβλ. ταχύ γαμος, ταχύ γηρος), τού… … Dictionary of Greek